- λυπρόχωρος
- λυπρόχωρος, ον,A = λυπρόγεως, Str.9.4.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυπρόχωρος — λυπρόχωρος, ον (Α) λυπρόγεως*, αυτός που έχει ισχνή γη, άφορη περιοχή («λυπρόχωροι πόλεις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + χωρος (< χώρα), πρβλ. ευρύ χωρος, στενό χωρος] … Dictionary of Greek
λυπρόχωρον — λυπρόχωρος masc/fem acc sg λυπρόχωρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρόχωροι — λυπρόχωρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)